Περίληψη: | Μία έχθρα μυστική ανάμεσα σε πατέρα και γιο έβραζε υπόκωφα, σαν τη φωτιά του καμινιού που μονάχα οι σπίθες μαζί με ξαφνική φλόγα, που ξεπετιούνται αραιά και πού, σε κάνουν να υποπτευθείς το θυμό της.
Να ρωτήσει κανείς δεν μπορούσε, μόνο άκρες μέσες από τα μισόλογα καταλαβαίναμε τον καβγά, όχι όμως και την αιτία.
Βέβαια ο Μακροπαναγιώτης, ο πατέρας, είχε πάντα του ένα ύφος επιθετικής ειρωνείας και δεν άφηνε κανέναν από το τσούρμο να σταθεί σε χλωρό κλαρί, με το γιο του όμως ήταν σοβαρός και λιγόλογος.
Ψηλός και στεγνός, δύο μέτρα μπόι, μπαταρισμένος από τα κουρμπέτια -πόλεμοι, αιχμαλωσίες, φτώχεια και φαμίλια- κατάντησε απλησίαστος σε μας τους μικρούς και μονάχα στα κρυφά τον περιπαίζαμε με το μπόι του και τη σμυρνέικη προφορά του. (Απόσπασμα από το κεφάλαιο Οι χαλκομανίες)
|