Περίληψη: | Κανονικά, έπρεπε να την είχα σκοτώσει. Και πάντα, την κρίσιμη στιγμή, ναυαγούσα. Κατάστρωνα τέλεια σχέδια με ψυχρό αίμα. Μου 'λειπε όμως η ικανότητα για τις αναγκαίες πραχτικές κινήσεις. Ύστερα από κάθε απόπειρα την μισούσα με βαθύ, ανίσχυρο πόνο. Βέβαια, η Μαίρη το καταλάβαινε. Δεν με φοβόταν. Και μ' ερέθιζε και φυλαγόταν. Εγώ σπαρταρούσα μέσα σε δίχτυ. Λίγο έλειψε να πιστέψω πως είμαι ποντίκι. Μου 'λεγε με πονηρό μάτι - "Εχ, πότε θα σ' αρπάξω στα νύχια!".
Ματώνουν τα μάτια μου άμα σκέφτομαι πώς άρχισε και πως κατάληξε η σχέση μας. Θα με σκότωνε αν δεν την παντρευόμουν. Τώρα πρέπει εγώ να την καθαρίσω. Όταν έχω κέφι -σπάνια- διαβάζω το λιωμένο απόκομμα της τοπικής εφημερίδας:
"Χθες, εις τον Ιερόν Ναόν της Μητροπόλεως της Πόλεως, χοροσταντούντος του Θεοφιλέστατου κυρού Ιερεμίου και παρουσία εκλεκτής μερίδος προσκεκλημένων, ετελέσθησαν οι γάμοι του νέου Δικηγόρου, αρίστου παμψηφεί διδάκτορος, κ. Μπάρτζιου μετά της δια πολλών χαρίτων κεκοσμημένης, μεμορφωμένης και εναρέτου δίδος Μαίρης, αγνής κόρης του ποτέ ιδιοκτήτου των ιππηλάτων τραμ..."
Αν την σκοτώσω; Ο γέρος εφημεριδογράφος είναι έτοιμος:
"...Η Μαίρη Μπάρτζιου, η γνωστή σύζυγος του δολοφόνου, είναι νεκρά από της χθες, ότε την ανεύρον πλέουσαν εις λίμνην αίματος. Ο διακεκριμένος κ. Διοικητής Χωροφυλακής έδρασεν ως κεραυνός εν αιθρία και πριν ή παρέλθη εικοσιτετράωρον συνέλαβε τον αιμοσταγή κακούργο, τον ατιμάσαντα εσαεί την κοινωνία μας κακούργον, κατά του προσώπου του οποίου πτύομεν οι υγιώς σκεπτόμενοι μετά απεριγράπτου βδελυγμίας και θυμοειδούς αποτροπιασμού..." [...] (Από την έκδοση)
|