Περίληψη: | Χνωτίλα και κλεισούρα κι εκείνο το ξεθωριασμένο κομμάτι του καθρέφτη, το κρεμασμένο πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο, να αντανακλά τσαλακωμένα σεντόνια και παλιές, τριμμένες κουβέρτες. ο ήλιος μετά από καμιά ώρα θ' άρχιζε να γλείφει το ρετιρέ τής απέναντι πολυκατοικίας, μα μέσα στο δικό του το διαμέρισμα -ισόγειο στον ακάλυπτο χώρο- είναι αμφίβολο αν κατάφερνε ποτέ να χώσει τις αχτίνες του - ίσως εκεί κατά τις δώδεκα ή τις μία, εκείνος δεν το ήξερε, ποτέ του δεν ήταν τέτοια ώρα στο σπίτι, μοναχά τις Κυριακές.
...Μα τις Κυριακές συνηθίζω να τρώγω στην Ωμπέρζ, αν δεν έχουμε πάει από το Σάββατο στον Παρνασσό για σκι ή στο Ύδρα Μπητς με το κότερο και μερικούς φίλους. [...] (Από την έκδοση)
|