Περίληψη: | Όταν μέναν μόνοι τους άφηναν να φανούν και τα δικά τους τα αισθήματα, κοιτάζανε με περιφρόνηση, σχεδόν με μίσος προς το μέρος που `χε φύγει η κοπέλα, κούναγαν το κεφάλι τους σα να θρηνούσαν την κατάντια τους, έδιναν μπάτσες στο πεσμένο πέος τους σα να `ταν κάτι ανεξάρτητο απ` αυτούς, υπεύθυνο για την κατρακύλα τους... Όλ` αυτά, καταλαβαίνεις, άρχισαν να με βάζουν σε σκέψεις. Πρώτα-πρώτα, όλοι αυτοί οι ημίθεοι, που ως τότε έβλεπα με δέος και θεωρούσα απρόσιτους, ήταν εξίσου ευάλωτοι, κι ίσως ακόμα πιο χαζοί, κι απ` τους άλλους. Πιο πολύ καβαλούσαν την ιδέα της γυναίκας παρά την ίδια τη γυναίκα, αν δηλαδή συνέτρεχαν ορισμένοι όροι, αν, λόγου χάρη, νόμιζαν ότι πήγαιναν με γυναίκα, και δεν υπήρχε φως μέσα στο δωμάτιο, θα μπορούσες να τους πιάσεις αυτό το περήφανο αλλά θεόστραβο κομμάτι σάρκας που `χανε στα σκέλια τους και να το βάλεις σ` οποιαδήποτε ζεστή, γλοιώδη τρύπα - τα υπόλοιπα ήταν θέμα υποβολής. [...]
|