Περίληψη: | Στο κέντρο της κατεστραμμένης σάλας βρισκόταν το μωρό μες στην κούνια του και κοιμόταν ήσυχα.
Η Άννα κάθισε κοντά του κουρασμένη και άρχισε να το παρατηρεί. Δεν είχε τολμήσει ν' ανάψει το παραμικρό φως, αλλά το σπίτι εκεί κοντά καιγόταν ακόμα και οι αναλαμπές του φώτιζαν πολύ καλά το πρόσωπο του μωρού. Είχε μια μικρή ελιά στο λαιμουδάκι του.
Η υπηρέτρια κάθισε και το κοίταξε κάμποση ώρα, πώς ανάπνεε και πώς πιπιλούσε την μικρούλα γροθιά. Κάποια στιγμή διαπίστωσε πως το είχε κοιτάξει αρκετή ώρα για να μπορέσει να φύγει δίχως το παιδί. Σηκώθηκε βαριά και με αργές κινήσεις το τύλιξε καλά με το λινό του σκέπασμα, το πήρε στην αγκαλιά της και έφυγε κοιτώντας δειλά, δεξιά κι αριστερά, σαν ένας άνθρωπος με βαριά συνείδηση, σαν κλέφτρα. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
|