Περίληψη: | Έπινε μπίρες στο «Γκάλαξι». Φορούσε το ίδιο σακάκι. Αυτή τη φορά ένα τσαλακωμένο μαλακό καπέλο ήταν ακουμπισμένο στον πάγκο, δίπλα του. Το βρήκα συγκινητικό, σκέφτηκα πως έτσι δηλώνει στους άλλους ότι η θέση είναι πιασμένη. -Ίβο, Man muss essen, είπα κι επειδή έμοιαζε να μην καταλαβαίνει, έβαλα μερικά δάχτυλα το στόμα μου. Essen, τρώω. -Α, essen, είπε και έπιασε το χέρι μου από τον καρπό για να το δαγκώσει. Essen. -Arbeit kaputt, είπα. -Για πάντα; -Για πάντα. Βασιλίσσης Σοφίας, ξέρεις; Ε, αύριο φωνές, απεργία, αλλά τίποτα. -Άλλη δουλειά; -Δεν ξέρω, εσύ ξέρεις; -Οδός Χαβέλσκα, είπε. Πράγα, αγορά, τούριστ πίτσα. Βλέπεις θέλουν ωραία κορίτσια, σέρβις. Γέλασα. Τα αστεία του είχαν κάτι θλιβερά υπαινικτικό. -Άλλη δουλειά έρχεται, είπε. -Που τη βλέπεις; -Τη βλέπω. Όλο ταξίδια, reisen. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
|