Περίληψη: | Λάρισα. Στην Κουλουντρού. Δίπλα στον Πηνειό. Mια συνοικία με χαμόσπιτα και παράγκες, πήχτρα στις σβουνιές και στη φτώχεια. Μα γι’ αυτό ήταν η μάνα. «Με το γέλιο πάντοτε στο στόμα, δεν άφησε ποτέ τη φτώχεια και τη μιζέρια να της μαυρίσουν την ψυχή, παμπόνηρη διπλωμάτισσα – αγόραζε ένα κιλό σαρδέλα και οι πιο μεγάλες ήταν τάχατες μικρά σαφρίδια που άρεσαν στον άντρα της, οι πιο παχιές ήταν γοπίτσες, που άρεσαν στο μεγάλο γιο, και οι πιο λιανές γαύρος που άρεσε στο «μικρό», όλους τους είχε ευχαριστημένους».
Δεκαετία του ’60. Εποχή που η επιβίωση είναι δύσκολη και πρέπει να παλέψεις για τα αυτονόητα. Μια παρέα παιδιών που κάνουν τη γειτονιά άνω – κάτω και αναπαράγουν όσα βλέπουν στην κοινωνία των μεγάλων, «μόνο πώς να χορταίνουν την ξελιγωμάρα τους δε μάθαιναν». Ο Λευτέρης ο τσάκας, ο Τόλης η μανιά, ο Λεωνίδας η σουπιά, το μπατάκι και ο κινέζος, ο κουράδας και ο σπίνος …και ο ταξικά παρείσακτος βουτυρομπεμπές. Τα «μάτια» στα κοντά παντέλονά τους κριτήριο για την ταξική τους θέση. Το κολατσιό τους «μια φέτα ψωμί και ένα πολύ διακριτικό και ταπεινόφρον κομματάκι τυρί, ήταν η εξαίρεση. Το πιο συχνό τρώγανε ψωμί με νερό και ζάχαρη, ή ψωμί με λάδι, ρίγανη και αλάτι».
Και οι δεσμοί σφιχτοί μα ανομολόγητοι. Οπως η σχέση του Βαγγέλη με τον πατέρα του. «Αγάπη αφόρητη τυραννική, καλά κρυμμένη αυτή κάτω από βίαιες συγκρούσεις (…) Αγάπη ανάμεικτη με τύψεις (…) που δεν μπορούσε, δεν του ερχόταν εύκολο βρε αδελφέ – ποτές δεν τα κατάφερε να μου εξηγήσει το γιατί – να πάει να τον αγκαλιάσει, που έφαγε όλη του τη ζωή μες στη μιζέρια και την εθελούσια στέρηση. Μα κυρίως να του πει απλά ότι τον αγαπάει και πως τίποτα άλλο δεν έχει σημασία».
Αφηγητής ο Βαγγέλης, ο αρχηγός της παρέας, «ένα παράξενο και ενδιαφέρον παιδί (…) εύστροφο, ευφυής, αλλόκοτο μείγμα αντιθέσεων, ευαισθησίας και σκληράδας, μα πάνω απ’ όλα απέραντου και επώδυνου ρομαντισμού, κρυμμένου με επιμέλεια κάτω από έναν αφόρητο κυνισμό».
Αφηγείται τις κόντρες, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και την παιδική βιάση να εκτονώσουν τον ανδρισμό τους. Τις δεισιδαιμονίες, τα παράξενα μυστικά και τις κρυφές και φανερές ιστορίες της συνοικίας, όπως της Κούλας, που «ήταν στη φαντασίωση του καθενού τους, όταν στα κρυφά μερεμετιάζανε τα όργανά τους».
Ο συγγραφέας της «Ραψωδίας των ασημάντων», Βασίλης Μπαλαής (εκδόσεις «Εντός»), ανακαλεί μνήμες από την παιδική του ηλικία και περιγράφει τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και ξυπνά και δικές μας μνήμες αντίστοιχες. Κοινές για όσους μεγάλωσαν σε φτωχογειτονιές. Οπως τότε που η γιαγιά ή η μάνα μάς τάιζαν με το «τίποτα». Τι θα φάμε σήμερα; Α, τίποτα, ένα αυγό, λίγο τυρί και ψωμί…
Αφηγείται με γλώσσα και ύφος ιδιαίτερο, προσωπικό, εμπλουτισμένο με αρκετό χιούμορ. Η κουτσαβάκικη αργκό, η εκκλησιαστική γλώσσα, η ντοπιολαλιά (με τους ιδιωματισμούς ξεσιλόιαστος, ξεγκουρλιάζονταν κ.ά. και την υποτιμητικά αποκαλούμενη «χωριάτικη» γλώσσα μιας και εμείς οι Θεσσαλοί συνηθίζουμε να τρώμε τα άτονα φωνήεντα της λέξης), καθαρεύουσα ομιλούμενη από απλούς ανθρώπους, η εκτεταμένη χρήση ασύνδετου σχήματος και παρενθετικών προτάσεων κλπ. Με την ένσταση ότι αυτή η χρησιμοποίηση του τρόπου αφήγησης του Τσιφόρου και η χρήση των παρενθετικών παραγράφων δεν είναι πάντα πετυχημένη. Κάποιες στιγμές πλαταίνει και κουράζει. Οσο δε για τη γενική «των ασημάντων» στον τίτλο, παρότι μπορεί να ξενίζει κάποιους, είναι σωστή.
|