Περίληψη: | «Κύριε Ζαλαγκάρα!» Μου άδραξε τον καρπό πάνω στο μπράτσο του καθίσματος, τα νύχια της κατακόκκινα τον σκάβουν, η ματιά της ολόμαυρη, αγριεμένη. Και άλλη ανατάραξη, σφοδρότερη. «Θα πέσουμε!»
Πάνω από τις θέσεις έχει ανάψει η δεξιά επιγραφή: BITTE ANSCHNALLEN
Κάτι πληροφορεί τους επιβάτες στο μεγάφωνο ένας βαρύτονος - ο κυβερνήτης; Έξω από το φινιστρίνι τα σύννεφα πυκνά, μήτε χαραματιά - αφ' ης εγκαταλείποντας το γλαυκό διάστημα χαμηλώσαμε, σταχτί βαμπάκι αδιαπέραστο ή μάζες μελανές φεύγουν ακαριαίως πίσω μας. Ο κύριος με το τυρολέζικο καπελάκι πλάι μου γυρνάει σελίδα στο Spiegel, στη ροδαλή κατατομή του στραβό ένα χαμόγελο σαν μορφασμός. Την καθησύχασα: Δεν πέφτουμε... έξι και είκοσι, της δείχνω το ρολόι μου: Σε μερικά λεπτά προσγειωνόμεθα. Μη γίνεται παιδί!
«Τι λέει το μεγάφωνο;»
«Σου το έχω πει κατ' επανάληψιν, δεν ξέρω λέξη γερμανικά», της χάιδεψα τα δάχτυλα - έχουν παγώσει.
Το λεπτό άσπρο χέρι αποτραβήχτηκε - μπροστά στο μανικέτι μου νυχιές: «Τώρα μιλάει αγγλικά!»
«Ε... σωστά!»
«Τι λέει;»
Στήνω αυτί, ανασύρω από την τσέπη το τσιμπούκι, το δαγκώνω. Οι Γερμανοί προφέρουν απαίσια τα εγγλέζικα, συνεχώς παρεμβάλλουν σαν παράσιτο: ζ, ζ, ζ... «Αλλοιώνει τις λέξεις το μεγάφωνο.»
«Ούτε αγγλικά γνωρίζετε, κύριε Ζαλαγκάρα! Κοκορευτήκατε! Και στο θείο μου είπατε ψέματα, τολμήσατε!»
Καταφρόνια συν ο παιδαριώδης τρόμος στα σκοτεινά της μάτια - όμορφα μαύρα μάτια, ναι, ώρες ώρες μου φαίνονται ζωώδη, ευκολότερα συζητάς με λεοπάρδαλη... Προφταίνω μια ρουφηξιά προτού ανάψει η δεύτερη επιγραφή - ας διακωμωδεί η Αννέτα το τσιμπούκι μου, σηκώνω τον αναπτήρα, με τόσο εκνευρισμό μια ρουφηξιά... ξανά το γύρισε στον πληθυντικό! μαρμάρωσε ο Σπύρος καταμεσής στην τεράστια αποβάθρα του Στατσιόνε Τέρμινι. Μεγάφωνα, πλήθη και βαβούρα μάγκωσαν τα μελίγγια του επικινδύνως: μεταβολή η κυρία βαδίζει καταπίσω προς την αμαξοστοιχία Νεαπόλεως απ' όπου μόλις κατέβηκαν ο αχθοφόρος με τις αποσκευές τους στο καρότσι πλησιάζει την έξοδο.
«Αννέτα»! [...] (Από την έκδοση)
Λεπτομέρειες
|