Περίληψη: | Αλάτι και ζάχαρη έριξαν στο νερό των "λουστικών" της όταν γεννήθηκε, με την ευχή να γίνει νόστιμη και γλυκιά στη ζωή της... Κι έγινε νόστιμη και γλυκιά η Δέσποινα, το "ασήμι και το μάλαμα" των γονιών της.
Μόνο που η ζωή της έδωσε, με περισσή φειδώ, νόστιμες και γλυκές στιγμές και, σπάταλα, τις δυσκολίες και τις πίκρες. Ποτέ δεν το 'βαλε κάτω, ποτέ δεν γονάτισε.
Έμοιαζε "σαν τα κλειστά παράθυρα με χορταριασμένα τα παντζούρια, που λογαριάζουν ότι θ' ανοίξουν διάπλατα ένα πρωί". Πίστευε πως "δεν μπορεί να χαθεί η ελπίδα, χωρίς να χαθεί μαζί της όλη η γη".
Κι όμως, όλα της τα βάσανα της φαίνονταν αέρας, μπροστά στον κεραυνό, που τη χτύπησε, εκείνη τη μέρα του Νοέμβρη, ψηλά στον Ξεπαγιασμένο Βράχο.
Ένας άντρας από το παρελθόν, λυσσασμένο θεριό, όρμησε πάνω της και σε μια στιγμή, μια κακιά στιγμή για τη Δέσποινα, προσπάθησε να κλείσει τους λογαριασμούς του μαζί της... Έστρωσε καταγής τη δύναμη και την περηφάνια της κι έκανε το όρθιο κορμί να γείρει, την ξάστερη ψυχή να σκοτεινιάσει.
Κι εκείνη βίωνε ένα πικρό βάσανο ακόμα, ένα βάσανο, που ποτέ δεν θα γλύκαινε, ποτέ δεν θα έβρισκε την απάντηση σ' αυτό το γεμάτο παράπονο "Γιατί;" (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
|