Περίληψη: | Ο Μπάρδο γίνεται χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η Σούλα, που δεν το βάζει κάτω, φιλάει ένα ζυμωτό ψωμί με ωραίο πρόσωπο. Ο Γαρύφαλλος τριγυρίζει στο θεσσαλικό κάμπο και του φαίνεται μια τσέπη τόπος. Η χήρα Αρτεμισία λαχταράει κάποια σωματική επαφή. Ο Διονύσης αποχαιρετά το βασανισμένο μοναχογιό του, που ταξιδεύει στο γαλαξία των ωραίων ψυχών. Ο Αργύρης για μια φορά στη ζωή του κάνει κάτι πίσω από την πλάτη της Φραντζέσκας. Η Βούλα και ο Μάκης επινοούν με σθένος θέματα συζήτησης. Η κυρία Σοφία γράφει ένα μεγάλο γράμμα για να περνά τα βράδια της. Ο Τόλης και ο Μίλτος ζουν αποτραβηγμένοι στην Κινέττα για να γλυτώνουν τα σχόλια των νταγκλαράδων. Άνθρωποι που τους χωρίζουν οι τόποι και τους ενώνει ο χρόνος, μοναχικοί ήρωες που παίρνουν το τιμόνι αλλιώς, με ρυτίδες-μαχαιριές που κόβουν τη φόρα στο χαμόγελο, αλλά και με μια καλοσύνη που κάποιες φορές τους ξελασπώνει. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
[...] Υπό τη σκέπη των πρόσφατων κοινωνικοοικονομικών γεγονότων, οι ήρωες κινούνται μέσα στους τόπους τους με τις προσωπικές τους αγωνίες να πρωταγωνιστούν. Αυτό που ενδυναμώνει τα χαρακτηριστικά τους είναι ο χρόνος, ένας χρόνος ηθικός, που τους προστατεύει από τη σκληρότητα του παρόντος. Και στα εννιά διηγήματα κυριαρχεί η αγωνία του «εξανθρωπισμού» των ανθρώπων που έρχονται αντιμέτωποι μέσα από τις δικές τους ιδιαιτερότητες με τη μοναξιά της ύπαρξής τους, εκεί που κρύβεται κάθε προσωπικό εσωτερικό δράμα αλλά και το αφανέρωτο ζεστό ανθρώπινο μεγαλείο του αγώνα των αισθημάτων για περισσότερο φως, αυτό που κρύβει μια καλή κουβέντα, ένα γλυκό σκίρτημα, ένα άγγιγμα. Πρόκειται για έναν αγώνα όπου ο άνθρωπος παλεύει να κρατηθεί από τη μεριά της αγάπης. (ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΠΡΟΥΝΤΖΑΚΗΣ, Εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, 24/11/2011)
|