Περίληψη: | Το βιβλίο μου για τη διεθνή πολιτική, που το φάγαν τα ποντίκια...!" ήταν η μόνιμη επωδός, όποτε πήγαινε με τη Διδώ η κουβέντα για το 1948 και την παρανομία, που άρχισε για όλη την αριστερά μετά την αποχή από τις εκλογές του 1946, αλλά κυρίως μετά την ψήφιση του Α.Ν.509 (27.12.47). Ήταν η εποχή που η Διδώ, εκτός από κομματικά, βρέθηκε και κυριολεκτικά άστεγη. Όταν άρχισαν οι εκτεταμένες διώξεις, η Διδώ εκδιώχθηκε από το ιδιόκτητο διαμέρισμά της (μην ξεχνάμε πως τότε δεν υπήρχε Σύνταγμα, ώστε να προστατεύεται η ιδιοκτησία) της οδού Κοδριγκτώνος, υπό τις εξής συνθήκες:
Μία υπερεθνικόφρων ένοικος της πολυκατοικίας, της οποίας το επώνυμο παρέπεμπε σε εθνικά κλέη, μάζεψε υπογραφές από όλους τους υπόλοιπους ενοίκους, που υποβλήθηκαν στην Ασφάλεια. Από εκεί και πέρα, η εκδίωξη της Διδώς, ως επικίνδυνης κομμουνίστριας, ήταν μια τυπική διαδικασία.
Η περί ής ο λόγος κυρία ήταν αδελφή πολιτικού ανδρός, που αρκετά χρόνια αργότερα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έλευση της χούντας και είχε φαιδρό πολιτικό τέλος στη μεταπολίτευση. Το οικογενειακό επώνυμο των δύο παραπέμπει σε ένα θάμνο. Ας σημειωθεί πως, ακόμα κάμποσα χρόνια αργότερα, η κυρία αυτή διετέλεσε και πεθερά πρωτοκλασάτου πολιτικού, ενώ το μικρό όνομα της κόρης της, συζύγου του πολιτικού, παραπέμπει σε έναν άλλο θάμνο.
Εν πάση περιπτώσει, η Διδώ, εγκαταλείποντας το σπίτι, έκαψε ή έβρασε μέχρι πολτοποίησης τεράστιο αριθμό χειρογράφων. Το υλικό που είχε συγκεντρώσει γράφοντας τα άρθρα στον "Ριζοσπάστη", αφού ήταν ήδη δημοσιευμένο, δεν είχε νόημα να το καταστρέψει. Έτσι το πήρε μαζί της στο σπίτι όπου κατέφυγε, ένα νεοκλασικό στην οδό Αιγίνης 1 στην Κυψέλη, που ανήκε στην κουνιάδα της Μ. Ιορδανίδου. Οι δυο κόρες της τελευταίας, η Αγγελική και η Πάρη, βοηθούσαν με αυταπάρνηση σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις.
|