Περίληψη: | (. . .) Ο Φρέντερικ περιέλουσε με κρασί το γυμνό μου σώμα και τότε άρχισαν όλοι να με γλείφουν. Ξαφνικά ακούστηκε ένας φοβερός θόρυβος και όλοι πέσαμε στο πάτωμα. Το πλοίο χτύπησε πάνω σε έναν ύφαλο. Με την αναστάτωση που δημιουργήθηκε κατάφερα να βάλω το μπλε μου φόρεμα και να πέσω στη θάλασσα. Μέσα στα παγωμένα νερά, όμως, μ’ έπιασε ένας Γερμανός και άρχισε να με χτυπάει στο πρόσωπο. Μια βάρκα μας περιμάζεψε. Από τη μύτη μου έτρεχε αίμα. Ο Φρέντερικ, μόλις με είδε, με χαστούκισε δυνατά και μετά διέταξε να με κλειδώσουν στην κουκέτα. Με κοίταζε με τα γερακίσια, λάγνα μάτια του. Ήταν κατακόκκινος. Φοβήθηκα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τι θα πει κόλαση. Η απόγνωση όπλισε το χέρι μου με το μπουκάλι τον χτύπησα στο κεφάλι. Φόρεσα βιαστικά τη στολή του και το καπέλο του και βούτηξα ξανά στα μαύρα νερά. (. . .) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
|