Τρουβαδούροι

Η πρώτη γενιά των τρουβαδούρων, που άκμασε από τις αρχές του 11ου αιώνα ως τα τέλη του 13ου, είναι η πιο ενδιαφέρουσα· γιατί και τα ταλέντα παρουσιάζουν μια σημαντική ποικιλία και μένουν ακόμη ελεύθερα από την τυραννία της συμβατικότητας πού τόσο θα ζημίωνε αργότερα τον αυθορμητισμό της έμπνευσής το...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριοι συγγραφείς: Guilhem, de Poitiers, Cercamon, Marcabrun, Bertran , de Born, Σκιαδαρέσης, Σπύρος, prefacer
Μορφή:
Γλώσσα:gre
Έκδοση: Γαβριηλίδης 1999
Θέματα:
Περιγραφή
Περίληψη:Η πρώτη γενιά των τρουβαδούρων, που άκμασε από τις αρχές του 11ου αιώνα ως τα τέλη του 13ου, είναι η πιο ενδιαφέρουσα· γιατί και τα ταλέντα παρουσιάζουν μια σημαντική ποικιλία και μένουν ακόμη ελεύθερα από την τυραννία της συμβατικότητας πού τόσο θα ζημίωνε αργότερα τον αυθορμητισμό της έμπνευσής τους. Όμως, η μελέτη των τραγουδιών αυτής της γενιάς στάθηκε εξαιρετικά δύσκολη, όχι μοναχά για τη σπανιότητα των ποιητικών κειμένων, αλλά, κυρίως, για το σκοτεινό νόημα των περισσοτέρων απ' αυτά. Ανάμεσα σ' αυτούς τους τρουβαδούρους διακρίνουμε εύκολα δύο σχολές: αυτοί πού ανήκουν στην πρώτη, τραγουδάνε έναν έρωτα, αν όχι απαλλαγμένο από κάθε βλέψη αισθησιακής ικανοποίησής του, όμως πολύ συγκρατημένο στην έκφρασή του, και πού το αγαπώμενο πρόσωπο είναι κάποτε πολύ αόριστο, όπως, π.χ., συμβαίνει σε δύο τραγούδια του Ζωφρέ Ρυντέλ (μέσα του 12ου αιώνα), πού απευθύνονται σε μια κυρά τόσο "μακρινή", ώστε να φαίνεται ανύπαρκτη. Στήν άλλη σχολή ανήκουν οι τολμηροί ρεαλιστές, πού περιγράφουν με πολύ ωμές εκφράσεις βρωμερές πραγματικότητες, όπως ο Μαρκαμπρέν (1130-1148), ο Καλόγερος του Μοντωντόν (τέλη του 12ου αιώνα) ή ο Μπερνάρ Μαρτί (β' τρίτο του 12ου αιώνα), για τον όποιο ο έρωτας δεν είναι παρά "ψέμα και ασέλγεια", μα πού παρ' όλα αυτά, δεν βλέπει κανένα λόγο για να στερείται κανείς τις χαρές του. Αυτό πού προσεγγίζει τις δύο σχολές που αναφέραμε είναι η προτίμηση πού δείχνουν για το σκοτεινό νόημα. Εκείνοι, πού σκεπάζουν τη σκέψη τους κάτω από διφορούμενες εκφράσεις, σίγουρα θα είχαν μάθει στις σχολές, πώς κάθε έκφραση μπορεί να την πάρει κανείς ή κατά γράμμα ή στη μεταφορική της έννοια, κι έτσι μπορεί να την ταιριάξει σε δύο αντικείμενα. Είναι αυτό πού ονόμαζαν τότε trobar clus, δηλαδή κλειστή έμπνευση.O δάσκαλος αυτού του είδους της ποίησης είναι ο τρουβαδούρος Μαρκαμπρέν, πού δηλώνει πώς πολύ λίγοι άνθρωποι καταλαβαίνουν τους στίχους του, και πώς κι αυτός ο ίδιος δεν καταφέρνει πάντα να τους καταλάβει. Είναι όμως κι άλλοι πού δεν επιδιώκουν το σκοτεινό νόημα από πρόθεση, αλλά το νόημα αυτό πηγάζει μόνο του από τη χρησιμοποίηση ορισμένων εκφραστικών μέσων. Αυτοί είναι οι οπαδοί του trobar ric, δηλαδή της λαγαρής έμπνευσης, πού προσπαθούσαν να εκφράσουν απλές και μάλιστα συχνά κοινότοπες ιδέες, χρησιμοποιώντας τις πιο αναπάντεχες εκφράσεις, γιατί οι εκφράσεις αυτές τους πρόσφεραν σπάνιες ομοιοκαταληξίες. Για να τις πετύχουν λοιπόν δεν δίσταζαν να φτιάχνουν δικές τους λέξεις ή ν' αλλοιώνουν τις φόρμες, σε τρόπο πού η ποίηση γινόταν γι' αυτούς ένα κοπιαστικό παιχνίδι ομοιοκαταληξιών. [. . .] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)