Περίληψη: | Κάνε μώκο ( ή μόκο): Πολλές οι εκδοχές για την προέλευση της φράσης και ιδιάιτερα η ταύτιση της λέξης μώκο (ή μόκο).
Από το ιταλικό moco ( =τίποτα), λέει ο Μπαμπινιώτης στο λεξικό του.
Το ενδιαφέρον slang.gr το συνδέει με το όπιο: Κυριολεκτικά, όπιο. Μεταφορικά, απαντάται στην έκφραση κάνε μόκο –η σύνδεση των δύο νοημάτων φαίνεται πολύ παραστατικά στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» του Γιώργου Ιωάννου:
«Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν».
Άλλοι βλέπουν συγγένεια με το αρχαίο μώμος (= κοροϊδία)
Ο πολυγραφότατος Γιαννιώτης Λάμπρος Μάλαμας στο «Λεξιλόγιο Λαοσοφίας» δίνει μια ενδιαφέρουσα εκδοχή συνδέοντας το μώκο με υπαρκτό πρόσωπο:
Σύσταση για σιωπή, για βουβαμάρα, για υποταγή, για αφαίρεση του δικαιώματος προσωπικής γνώμης. Επικράτησε από τα παλιά χρόνια της τουρκοκρατίας και από τον Γιάννη Βηλαρά, που πρώτο εξήγησε και περίγραψε τον χαρακτηριστικό τύπο του Μώκουμ σαν τον πιο ανάξιο, και δούλο, άχρηστο να ζει.
«Ο Μώκος ο βουβός άνθρωπος, που δεν εκφράζεται, δε λέει τη γνώμη του, δεν έχει σκέψη, δεν έχει φωνή, είναι ο χαρακτηριστικότερος τύπος μιας κοινωνίας που κυβερνιέται τυραννικά». Εξηγεί και αφορίζει ο Βηλαράς.
Αργότερα, το 1866, ο Άγγλος πρωθυπουργός Λοντόντερυ δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων όπως γράφει ο Θέμος Κορνάρος ότι: Οι Έλληνες είναι λαός εφυής κι επικίνδυνος και πρέπει να παραμείνει μικρόψυχος, περιορισμένος, υποταγμένος, κι οφείλουμε να τονε μάθουμε να κάνει μώκο.
|