Περίληψη: | Ο Λόντον, όπως και ο Γκωγκέν, αποφάσισε να έρθει σε επαφή με ένα άσπιλο και αμόλυντο περιβάλλον, αυτό του μακρινού Ειρηνικού μακριά από την δυτική και πολύβουη ζωή. Ο Λόντον όμως στις περιπλανήσεις του τόσο στα νησιά Φίτζι όσο και τις γαλλικές αποικίες, την Ταϊτή εδώ, έζησε από κοντά μία σκοτεινή πραγματικότητα ως προς την βαρβαρότητα που επέδειξαν οι «επισκέπτες» και τελικά διεκδικητές της γης αυτής και έγινε παράλληλα μάρτυρας της τραγωδίας που βίωσαν οι γηγενείς κάτοικοί της. Και αποφάσισε, σε αντίθεση με τον Γκωγκέν που ζωγράφισε ένα ως επί το πλείστον ειδυλλιακό τοπίο, να ασχοληθεί με την καταγραφή των επαχθών στιγμών τόσο των ιθαγενών κατοίκων από την μία αλλά από την άλλη δεν απέκρυψε και τον κανιβαλισμό των ίδιων των ιθαγενών, οι οποίοι μπροστά στον φόβο του άγνωστου που απειλούσε την ζωή τους και όπως ήταν λογικό την υπερασπίστηκαν, δεν δίστασαν να προσφύγουν στην προσφιλή τακτική τους να θυσιάσουν τον ιεραπόστολο (από την ιστορία «Το δόντι της φάλαινας»). Αυτόν που πήγε εκεί με αγνές προθέσεις να τους διδάξει τον καθολικισμό αλλά δεν κατάφερε να βγει ζωντανός από την επαφή με έναν πολιτισμό απλά πρωτόγνωρο σε σχέση με τον δικό του. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είχε το όραμα ν’ανάψει τη σπίθα της πίστης στις καρδιές των βουνίσιων, να ξεκινήσει μία αναγέννηση ελπίδας από τα βουνά που θα συγκλόνιζε τη «Μεγάλη Γη» απ’ άκρη σ’ άκρη, από θάλασσα σε θάλασσα ως το πιο απομακρυσμένο νησί». Γιατί όμως αναρωτιέται κανείς οι πολιτισμοί να μην μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά και να αφαιρούνται ζωές τόσο στην περίπτωση του ιεραπόστολου όσο και στην περίπτωση του Α Τσο; Αν τολμήσει κανείς μία γρήγορη και πρόχειρη απάντηση θα πει πως η γεύση για το άγνωστο έχει πάντα κάτι το μυστηριώδες πολλές φορές όμως με αποτελέσματα επώδυνα και απρόβλεπτα.
Οι σκηνές που περιγράφονται και στις τρεις ιστορίες είναι γεμάτες αλήθεια για τις πρώτες προσπάθειες παγκοσμιοποίησης σε μία εποχή που δεν ήταν έτοιμη να κατανοήσει τις αλλαγές που θα επέφερε ο αιματηρός εικοστός αιώνας. Ο συγγραφέας, με γνώμονα, την αγάπη του για περιπέτεια και τον άνθρωπο, θα κατορθώσει να συνεπάρει αλλά και να διδάξει μαζί πως ο σεβασμός στην διαφορετικότητα είναι αυτό που θα κάνει τον κόσμο αυτόν καλύτερο, έναν οικουμενικό χώρο που θα δέχεται όλους ανεξαιρέτως και ανεξαρτήτως χρώματος, προέλευσης ή θρησκείας μακριά από την υποκρισία της δύναμης και της εξουσίας. Και με μία ρομαντικότητα και μία περηφάνια να βάζει στους ήρωές του το αίσθημα της αυτοικανοποίησης πως ό,τι και αν γίνει εκείνοι απολαμβάνουν τον δικό του κήπο της Εδέμ μακριά από το αίσθημα εκδίκησης. Αυτή η τελική ηρεμία στον λόγο του είναι ό,τι πιο εκπληκτικό διαθέτει η λογοτεχνία του.
«Ένας γαλάζιος ερωδιός πάνω σε ένα νησάκι άμμου, το ασημένιο πλατσούρισμα ενός ψαριού ή το ηλιοβασίλεμα πέρα από τη λιμνοθάλασσα, τον έκαναν να ξεχνάει τη σειρά των εξαντλητικών ημερών και το μαστίγιο του Σεμέρ»
«Το κοράλλι μαραίνεται, η φοινικιά μεγαλώνει μα ο άνθρωπος φεύγει»
|