Περίληψη: | Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο τα παιδιά που πηγαίναμε μαζί τους στην ίδια τάξη, στο ίδιο σχολείο. Οι παλιοί συμμαθητές μας, για μένα τουλάχιστον, είναι όλα τα πρόσωπα που αγαπήσαμε. Τότε που ήμαστε παιδιά, έφηβοι, νέοι. Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο πρόσωπα. Είναι και τα πάνινα τόπια που φτιάχναμε από τις κουρελιασμένες κάλτσες μας. Είναι και το «χλωρικό και θειάφι», που το βάζαμε κάτω από ένα σπασμένο πλακάκι, στις ράγες του τραμ, κι «ανατινάζαμε» την Αθήνα, κάθε Ανάσταση. Οι παλιοί συμμαθητές μας είναι και τα παιχνίδια μας. Παιχνίδια που έπαιζαν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας. Τότε που η ζωή δεν άλλαζε κάθε δύο, κάθε τρία χρόνια. Οι παλιοί συμμαθητές μας είναι και τα κλειστά συρτάρια μας. Τα συρτάρια των παιδικών μας χρόνων, γεμάτα από σβούρες, σπάγκους και μολυβένια στρατιωτάκια, που ο πόλεμος του χρόνου τα σακάτεψε, κι είναι πια χωρίς χέρια, χωρίς πόδια.
Τ' αγαπώ αυτά τα κλεισμένα συρτάρια. Τ' ανοίγω καμιά φορά, σιγά σιγά, με προσοχή, με τρυφερότητα, μην τυχόν και φτερουγίσει και πετάξει από μέσα και χαθεί εκείνο το χρυσό χελιδόνι της νιότης μου, που η καρδιά του χτυπάει με την καρδιά μου και μου αφηγείται ταξίδια και περιπέτειες Κόμητες Μοντεχρήστους και δραπέτες του Αλκατράζ κι έναν Χριστό που σταμάτησε στο Χαϊδάρι, αναστήθηκε στη Δραπετσώνα και ύστερα πήρε το ντουφέκι του και οχυρώθηκε πίσω από τα οδοφράγματα, μαζί με τη μάνα μου και τον πατέρα μου και τον φίλο τους τον Σπύρο, που τον εκτελέσανε οι Γερμανοί, το Μάη του '44, στην Καισαριανή... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
|