Περίληψη: | ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΔΙΚΗ, ΘΕΛΩ ΔΕΝ ΘΕΛΩ, ΞΑΝΑΖΩ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ την αρχή. [. . .] Πηγαίνω στο δικαστήριο κάθε πρωί. Στέκομαι πίσω πίσω όρθιος και κοιτάζω το εδώλιο χωρίς να τον βλέπω. Φοράει ακόμη το σακάκι του πατέρα μου. Δεν βλέπω το πρόσωπό του. Έχει γυρισμένη την πλάτη. Καλύτερα, γιατί δεν θα ήθελα να ξαναδώ τα μάτια του. [. . .] Ντρέπομαι που βρίσκομαι εκεί. Ντρέπομαι που ζω. Τα έχω χαμένα. Δεν έπρεπε να αφήσω να σκοτώσουν τον πατέρα μου. Δεν έπρεπε να φύγω από το σπίτι και να τους αφήσω μόνους. Μήπως λοιπόν στ’ αλήθεια είμαι ένοχος; Μήπως φταίω εγώ που τον σκότωσαν; Η απόφαση δεν με πολυενδιαφέρει. Και να τον καταδικάσουν σε θάνατο, εγώ δεν πρόκειται να πάρω εκδίκηση. [. . .] Ό,τι και να αποφασίσει το δικαστήριο, δεν πρόκειται να τον φέρει πίσω. Στο μυαλό μου ήταν το μεγάλο ερώτημα. Θέλω βοήθεια, αλλά δεν ξέρω από που να τη ζητήσω. Κλείνομαι στο δωμάτιο, ανοίγω το ντουλάπι μου και βρίσκω τη βοήθεια από ένα παιδί δεκατεσσάρων ετών. Τότε είχα αρχίσει να κρατάω ημερολόγιο. Ανοίγω τα παλιά τετράδια με το ξεθωριασμένο μελάνι και πιάνω να τα ξαναδιαβάσω. Πάω να τα ξεφυλλίσω γρήγορα για να φτάσω στις κρίσιμες μέρες. Να φτάσω σε εκείνον το Δεκέμβριο. (AΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
|