Περίληψη: | Ο Τσέχος ποιητής Γιάροσλαβ Σάιφρτ (1901-1986) είναι τόσο δημοφιλής στη χώρα του όσο άγνωστος είναι στην Ελλάδα. Έτσι, όταν το 1984 του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ για τη λογοτεχνία, πολλοί αναρωτήθηκαν αν το άξιζε πραγματικά. Ανεξάρτητα από την παραμόρφωση που υφίσταται το πνευματικό ανάστημα ενός καλλιτέχνη ανάλογα με το αν κρίνεται απ' το κοινό της δικής του ή κάποιας άλλης χώρας, στην Ελλάδα οι εικασίες για τον Σάιφρτ δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν λόγω έλλειψης στοιχείων. Απ' ότι ξέρω, τα μόνα δείγματα της ποιητικής του δημιουργίας ήταν τα δώδεκα ποιήματα που είχε παρουσιάσει σε μετάφραση ο Γιάννης Ρίτσος στην "Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών". [...]
Ο Σάιφρτ ούτε φιλοδοξεί ούτε ενδιαφέρεται να ανακαλύψει καινούριους κόσμους. 'Όχι μονάχα του φτάνει αυτός στον όποιο ζει, αλλά και τον χαίρεται και τον αγαπά. Αγαπά με πάθος τη χώρα του και την πρωτεύουσά της, την Πράγα. Αγαπά με το ίδιο πάθος και τη μητρική του γλώσσα. Κι όπως ο Μπέζρουτς θεωρούσε τους στίχους του για τη Σιλεσία μονάχα σαν ένα καταστάλαγμα του ιδρώτα και του αίματος του λαού της ή , για την ακρίβεια, σαν "μια αλήθεια βγαλμένη από τον κρότο των αλυσίδων", έτσι και για τον
Σάιφρτ οι δικοί του στίχοι δεν έχουν άλλη ομορφιά έκτος από αυτήν που τους χαρίζει η τσέχικη γλώσσα:
"Δεν ήταν καν οι πρώτες πατημασιές στου φεγγαριού τη σκόνη. Αν παρόλα αυτά, όμως, έλαμψαν καμιά φορά, δεν ήταν το δικό τους φως. Την αγαπούσε αυτή τη γλώσσα." ("Και αντίο", από τη συλλογή Η στήλη της πανούκλας, 1981)
Αυτή η αγάπη για τη γλώσσα, το πάθος για την καλλιέργειά της, ταυτίζεται με μια προσπάθεια διάσωσης όχι μόνο από τη φθορά του χρόνου αλλά κι από αντίξοες συνθήκες αφανισμού του ανθρώπινου και πολιτιστικού περιβάλλοντος, καθώς και της εθνικής κληρονομίας και παράδοσης που η γλώσσα εκφράζει. [. . .] (Από την έκδοση)
|