Περίληψη: | "Ερώτημα παλιό κι επίμονο.
Πώς γεννιέται μια ιδέα; Η ιδέα μιας ταινίας;
Εκείνος που θα πει ότι η ιδέα τού γεννήθηκε καθώς κοίταζε ένα δέντρο, θα 'χει πει μια αλήθεια κι ένα ψέμα.
Αλήθεια στο βαθμό που σ' έναν περίπατο σταμάτησε να κοιτάξει το δέντρο, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, και τίποτα δεν έμοιαζε να υποβάλλει τίποτα. Ούτε το σχήμα του δέντρου ούτε το χρώμα ούτε η παλιά πληγή στον κορμό οδηγούσαν σε μια ιδέα.
Ψέμα στο βαθμό που τη στιγμή που σταμάτησε να κοιτάξει το δέντρο, από μια διεργασία υπόγεια, ημερών, μηνών ή χρόνων, που γινόταν μυστικά μέσα του, μια φράση ακουσμένη τυχαία στο δρόμο πριν καιρό ή διαβασμένη σε βιβλίο, μια ασήμαντη είδηση στις εφημερίδες, μια εικόνα ναρκωμένη ή κοιμισμένη στο βάθος της αποθήκης εικόνων που έχει ο καθένας, ανασύρθηκε ξαφνικά, μεταμορφωμένη, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Η στιγμή έγινε έτσι α-προσδόκητα προνομιακή συνάντηση με το ανείπωτο.
Το δέντρο δεν είχε παίξει κανένα ρόλο. Ήταν αθώο.
Μ' αυτή την έννοια, μεταξύ αλήθειας και ψέματος, θα μπορούσα να πω ότι η ιδέα του γάμου στο ποτάμι στο "Μετέωρο βήμα του πελαργού" γεννήθηκε στο λεωφορείο που με πήγαινε από το Μπρόντγουαιη στο Μπρονξ, την ώρα ακριβώς που περνούσαμε το Χάρλεμ, εκείνη την παράξενη άνοιξη του '89.
Όμως τι ανασύρθηκε μετασχηματισμένο και σχεδόν αγνώριστο από τη λήθη και τις επαναλήψεις; Και γιατί;
Ένα διάβασμα ίσως σε μια εφημερίδα του '58.
Το διάβασμα θα μπορούσε να ήταν η ιστορία της ταφής ενός βοσκού, σ' ένα μικρό νησάκι, μερικές δεκάδες μέτρα από την ακτή της Κρήτης, στο πίσω μέρος της, προς το Λιβυκό πέλαγος.
Χειμώνας, άγρια θάλασσα, βάρκα να μην περνάει, κι ένας νεκρός βοσκός που περιμένει να ταφεί. Ειδοποιείται με σήματα ο παπάς του κοντινότερου χωριού στην Κρήτη. Έρχεται, ανεβαίνει σ' ένα βράχο με τα ράσα ν' ανεμίζουν στον αέρα, φωνάζει τη λειτουργία στο πέλαγος κι οι βοσκοί απέναντι στο μικρό νησί θάβουν τον νεκρό. Ήταν όμως αυτό; Ή κάτι άλλο;
Ποιος συνειρμός ολοκληρωνόταν αθόρυβα αλλά αποφασιστικά εκείνη τη στιγμή, ώστε να διακόψει αυτό που έβλεπα απ' το τζάμι του λεωφορείου (Χάρλεμ, στον ήλιο του απογεύματος, μαγικό και φοβερό μαζί) και να παρεμβληθεί (όπως παρεμβάλλεται άλλο κανάλι, ξαφνικά, στην τηλεόραση από μετατόπιση του σήματος) η φανταστική εικόνα ενός ποταμού-συνόρου ανάμεσα σε δύο χώρες, με τη λευκή φιγούρα της νύφης στη μια όχθη και του γαμπρού στην άλλη;
Η περίοδος που προηγείται του γραψίματος ενός σεναρίου είναι μια περίοδος υγρασίας, με παράξενες μεταβλητές, φαινομενικά αδικαιολόγητες ευαισθητοποιήσεις.
Εναλλαγές αφηρημάδας και ωριμότητας. Είναι μια περίοδος διπλής ζωής. Το θορυβώδες μέρος του εαυτού σου ζει την καθημερινότητα όπως πάντα, ενώ το αθόρυβο πλέκει μυστικά, με υλικά αόρατα, αυτό που κάποτε ωριμάζοντας θα βγει στην επιφάνεια, σε ώρα ανύποπτη, διασχίζοντας με καταπληκτική ευκολία όλα τα φίλτρα της καθημερινότητας. Εκείνος που θα πει ότι η ιδέα μιας ταινίας του γεννήθηκε καθώς κοίταζε ένα δέντρο, λέει αλήθεια". ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, 18.2.1992 (Από την έκδοση)
|