Περίληψη: | Εμείς... που κάναμε ψίχουλα την ψυχή μας
για να ταΐσουμε τα όρνια.
Εμείς... που περπατήσαμε μέσα στη βροχή
γιατί δεν καταδεχτήκαμε να πάρουμε την ομπρέλα
που μας πρόσφεραν οι άλλοι επ' αμοιβή...
Εμείς... που περπατήσαμε στον υπόνομο
μ' ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.
Εμείς... που κάναμε τον δράκο
που φώλιαζε μέσα μας να χαμογελάσει.
Εμείς... που φτάσαμε στην άκρη του γκρεμού,
μόνο και μόνο για ν' απολαύσουμε τη θέα...
Εμείς... που δεν ζητήσαμε ποτέ
τα ρέστα της ζωής μας από τον ταμία.
Εμείς... που χωθήκαμε στη λάσπη για να σώσουμε
ένα σκουλήκι από το ράμφος μιας κάργιας.
Εμείς... τα μπάσταρδα του Θεού,
που ζούμε πάντα με τη φαντασίωση πως μας έχει αδυναμία.
Να 'μαστε, λέει, στη βαρκούλα...
και να 'χε φεγγαράδα... και ν' αρμενίζαμε... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
|