Περίληψη: | "Ακούνε τα εγγονάκια μου "για την Πατρίδα" και μπερδεύονται. Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια απ' το παραμύθι. Ποια είναι η πατρίδα για ένα Ελληνάκι που ζει στη Γερμανία; Με ρωτάει κι η εγγόνα μου, η Λίνα, που έκλεισε τα εννιά: "Γιαγιά, εμείς, αλήθεια, από πού είπες ότι είμαστε;". Έλα, τώρα, και μίλα! Τι ν' αποκριθείς; Πώς να καταλάβει το παιδί ότι οι ρίζες μας είναι μακριά, στην Ανατολή; Ότι η γιαγιά της σήμερα θα χαιρόταν τον λαμπερό ήλιο και το μυρωμένο αγέρι της Προποντίδας, αντί για τη μούχλα και την καταχνιά της Γερμανίας; Ότι ξένες βουλές κανόνισαν εμείς να γεννηθούμε "στην Πατρίδα", τα παιδιά μας στην Ελλάδα και τα εγγόνια μας στη Γερμανία; Ότι τρεις γενιές γυρνούμε σαν την άδικη κατάρα από τόπο σε τόπο, δίχως να στεριώνουμε; Τρεις γενιές, τρεις πατρίδες! Το συλλογιέσαι;
"Και πόση βάση μπορούν να δώσουν τα εγγονάκια μου στις κουβέντες μας "για την Πατρίδα", όταν ολόγυρα ακούνε για πράματα πιο φανταχτερά, πιο λιμπιστικά, κι όλα αυτά, πατρίδες, ρίζες και γονικά μοιάζουνε ξεπερασμένα και παλιομοδίτικα; Όταν αξία έχουνε τα μάρκα, το αυτοκίνητο, το βιβλιάριο; Κι όμως, πρέπει να μάθουνε πως κι οι δικές τους οι ρίζες είναι στ' αγιασμένα χώματα της Ανατολής. Εκεί που είναι παραχωμένοι οι δικοί μας οι άνθρωποι. Πως, εκεί, δεν είναι μονάχα η Πατρίδα του παππού και της γιαγιάς, είναι κι η δίκιά τους, και να καμαρώνουνε γι' αυτό".
Ύστερα από τις απελάσεις και τους εκτοπισμούς των Ελλήνων της Ανατολής, η λήξη του Μεγάλου Πολέμου το '18 βρήκε την οικογένεια του παπα-Θεοχάρη από την Προποντίδα αποδεκατισμένη. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν είχαν σκορπίσει, χωρίς να γνωρίζει ο ένας την τύχη των άλλων. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κάποιοι κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Όμως, πριν καλά καλά σταθούν στα πόδια τους, τους βρήκαν χρόνοι δίσεκτοι με πόλεμο, κατοχή κι εμφύλιο. Η φτώχεια έγινε θηλιά στο λαιμό τους. Η νέα πατρίδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της. Μόνη λύση, να πάρουν των ομματιών τους και να ξενιτευτούν στη Γερμανία. Η οικογένεια του παπα-Θεοχάρη, ξανασκόρπισε. Η πρώτη γενιά πρόσφυγες, η δεύτερη μετανάστες. Άραγε θα ξανανταμώσουν ή θα χαθούν οριστικά, όπως συνέβη με πολλές προσφυγικές οικογένειες; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
|