Περίληψη: | Άπλωσε μισοκοιμισμένη δίπλα της την παλάμη της, ψαχούλεψε στο στρώμα και τινάχτηκε. Δε χούφτωσε τον κύρη της. Ξύπνησε απότομα. Ένιωσε να έφταιξε γιατί αφέθηκε να την αδράξει ύπνος τέτοια νύχτα, που ακόμα δεν εγύρισε ο κύρης της κι έσπρωξε τη βελέντζα πάνωθέ της. Πετάχτηκε ορθή. Πόσο να 'χε έτσι λαγοκοιμηθεί, ριγμένη από την κόπωση της μέρας; Μια ώρα; Μισή; Μηδέ και τόσο λίγο δεν της έπρεπε, τι κείνος νύχτωνε έξω από το σπίτι και κίνδυνοι τρανοί τον παραμόνευαν στη στράτα. Είχε δυο μέρες φύγει από την Πάργα, με το μουλάρι φορτωμένο, κάτω από τα κιλίμια του κρυμμένα βόλια κι άρματα, πέρα κατά το Σούλι, ν' απαντηθεί μεσοστρατίς με αρματολούς Σουλιώτες να τους τα παραδώσει. Το έκαμε κάπου-κάπου αυτό το αγώγι, τάχα ότι τράβαγε περάτης για τα κτήματα, να πάει σπορές, να φέρει τους καρπούς... Φόρτωνε τ' άρματα που βγάζαν μυστικά σε απάνεμους, χωστούς γιαλούς, φελούκες και τσερνίκια απ' τα Εφτάνησα και κίναγε πουρνό μες στη θαμπάδα, προτού χαράξει η αυγή. Την άλλη μέρα σούρουπο, ήταν στο γυρισμό. Άφηνε να πήξει το σκοτάδι και τότες έμπαινε στην Πάργα, να μη τον πιάνουν μάτια πονηρά και ξεχυθούν κουβέντες, πέρα, όπου διαφέντευαν οι Τούρκοι. Ο Αλή πασάς στα Γιάννινα αγρίευε με τους Σουλιώτες που σήκωναν χαμπερδέ κι όποιον τους σύντρεχε, τον τιμωρούσε άσπλαχνα. Θα πεις, η Πάργα ήταν έξω από τα τσιφλίκια του, ένα με τα Εφτάνησα, που τα έκαμαν κουμάντο οι Βενετσιάνοι. Φιρμάνι του δεν πέρναγε σε δαύτη. Ναι, μα σαν βούλονταν να ξεπαστρέψει κάποιον που τον τσίνισε, θα έβρισκε τρόπο, μπαμπεσιά με κάναν Αρβανίτη πλερωμένο. Φρόνιμο να φυλάγεται ο Μιχάλης. Ολάκερη φαμίλια είχε στους ώμους του, γυναίκα, θυγατέρες... Και μήδε δυο, μήδε και τρεις και τέσσερις. Οχτώ. Μα να που αυτή τη νύχτα ακόμα να φανεί. [...] (Από την έκδοση)
|