Περίληψη: | Ο πατέρας μου, λοιπόν, ήταν ο ράφτης του Ντελόν. Αυτό υπήρξε για μένα το αντικλείδι στο σχολείο, όταν ερχόταν η σειρά μου να υπάρξω για λίγο, ν' ανοίξω τη δική μου πόρτα του κρυμμένου θησαυρού. Εγώ, το παιδί των μεταναστών, που δεν είχε νταντά και προσωπικό δάσκαλο ξιφασκίας, ούτε έκανε ιδιαίτερα μαθήματα αγγειοπλαστικής την Τετάρτη το απόγευμα πριν από το τένις. Εγώ, το εξάχρονο παιδί που κοιτούσε με θαυμασμό τον πατέρα του να ράβει. Κοιτούσε τον Έλληνα ράφτη να γίνεται ένα με τα υφάσματα που χάιδευε, έκοβε, σιδέρωνε, έραβε με ευλάβεια και προσοχή - τα μικρά χέρια γεννάνε μεγάλα όνειρα - και το άσπρο αστραφτερό κοστούμι που σμίλευε σαν γλύπτης τρεις μέρες και τρεις νύχτες να είναι πια έτοιμο να παραδοθεί στο καθώς πρέπει επιτελείο του Guy Laroche. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
|