Περίληψη: | «Ήμουνα μαζεμένη κουβαράκι στο βρώμικο κάθισμα κι έκανα πως κοιμόμουν. Δεν ήξερα πού πέρασε τη νύχτα του, δεν τον ρώτησα ούτε και ο ίδιος έκανε λόγο. Τον παρατηρούσα μέσ' απ' τα μαύρα γυαλιά ηλίου με προσήλωση. Καθόταν απέναντί μου. Προσώρας, η προσοχή του ήταν στραμμένη στην εξωτερική θέα κι έδειχνε σοβαρός. Είχε κείνο το περισπούδαστο ύφος που με μαγνήτιζε. Κάποια στιγμή, τον είδα που γύρισε και με κοίταξε επίμονα. Το καστανοπράσινο βλέμμα του βυθίστηκε σης σκούρες πλάκες προσπαθώντας να διεισδύσει, να διακρίνει πίσω τους και η ανάσα μου σταμάτησε, καθώς τα μάτια του κατέβαιναν τέμνοντας στα δύο το σώμα μου. Ήξερε πως τον έβλεπα, μα δεν τον ενδιέφερε. Και όσο εκείνος μ' άνοιγε, εγώ έκλεινα χιλιοστό χιλιοστό τα πόδια. Ακίνητη, για να μην προδοθώ, σφίχτηκα κι εγκλώβισα τις φωτεινές δέσμες των ματιών του ανάμεσα στους μηρούς μου. Ο ρυθμικός κρότος του τραίνου που ηχούσε εδώ και ώρα στ' αυτιά μου, ολοένα και δυνατότερα, μετατράπηκε σ' εκκωφαντικό θόρυβο και κάλυψε το βουβό ουρλιαχτό μου». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
|