Περίληψη: | Γράφω σε σένα, σε κανέναν άλλον. Σε δεύτερο πρόσωπο έτσι - σε σένα, σου λέω! - γράμμα που δεν θα διαβάσεις. Έχω γιομίσει και τους δυο στυλογράφους, να μην μας διακόψει κανείς και τίποτα! - τίποτα να μην μπει ανάμεσά μας. Του γέμισα καθαρό μελάνι, γαλανό σαν τα δυο σου τυφλά μάτια, που κοίταγαν το υπερκόσμιο και σ' άφηναν να τρακέρνεις στα κοτρώνια, στα βράχια... - δε σ' ένοιαζε! Είχες μάθει να πονάς! Μ' ακολουθούσες, τυφλέ μου, μ' οδηγό το βήμα μου: Σταμάταγα; Σταμάταγες! Κοίταγες τον ήλιο χωρίς να τον βλέπεις άνοιγες τα δυο σου πόδια κατά μένα, κατά τον ήχο μου - "να παίξουμε; να τρέξουμε;" "Δεν μπορείς, αγόρι μου, δεν μπορείς!" - και καναξεκίναγα ... Ξαναξεκίναγες! : "Πάμε πάλι!..."
Ξαναντιντίνιζε η αλυσίδα ξοπίσω σου, στα χαλίκια και στα κακοτράχαλα, κρεμασμένη απ' το κολλάρο σου ανάμεσα στα πόδια σου, δε μπερδευόσουν να σέρνεις της ελευθερία σου, τυφλέ μου! [...] (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
|