Στον παλιό καταρράκτη

Έρχεται κάποιο πρωί που ένας κοκκινολαίμης πηδάει από τις φυλλωσιές του κήπου πάνω στη βρύση του νεροχύτη σου και σε κοιτάει συστρέφοντας το κεφαλάκι του εκεί που βάζεις νερό στην καφετιέρα. Και δεν φοβάται, παρότι ακούει την ανάσα σου, παρότι κοιταζόσαστε στα μάτια. Και μετά φτερουγίζει πίσω στα κλ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριοι συγγραφείς: Τσαγκαρουσιάνος, Στάθης, Τριανταφύλλου, Φώφη, editor
Μορφή:
Γλώσσα:gre
Έκδοση: Τσαγκαρουσιάνος c200
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://biblionet.gr/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%cf%89%cf%80%ce%bf/?personid=22410
Περιγραφή
Περίληψη:Έρχεται κάποιο πρωί που ένας κοκκινολαίμης πηδάει από τις φυλλωσιές του κήπου πάνω στη βρύση του νεροχύτη σου και σε κοιτάει συστρέφοντας το κεφαλάκι του εκεί που βάζεις νερό στην καφετιέρα. Και δεν φοβάται, παρότι ακούει την ανάσα σου, παρότι κοιταζόσαστε στα μάτια. Και μετά φτερουγίζει πίσω στα κλαδιά της δάφνης και ξέρεις ότι κάτι μέσα σου έχει σπάσει οριστικά. Και δεν θες πια να πας στη δουλειά σου. Και δεν βάζεις πια τη «Σοφοκλέους live». Και αφήνεις τις μετοχές σου ανάμεσα στα ζιζάνια, αφήνεις τον καφέ στην καφετιέρα να καεί. Αισθάνεσαι ότι ήρθε η ώρα να πας λίγο πιο κάτω - αντί για Σοφοκλέους, πας Ευριπίδου και αγοράζεις βολβούς για φρέζιες. «Πού πάτε, κύριε, τώρα που τα οικονομικά μας ανθούν;» ρωτούν έκπληκτες οι γραμματείς. Οι οποίες ποτέ δεν ανέλυσαν τη φύση της δόξας, ποτέ δεν είδαν ένα ποταμάκι να κυλάει ήσυχα ανάμεσα στους ισολογισμούς. Φεύγουν τα μεγάλα στελέχη, γυρνούν σαν ζόμπι στα λιβάδια και τις σκήτες, χτίζουν cottages και καλύβια κάτω από τους θόλους της βελανιδιάς, χωρίς ηλεκτρικό, πλένονται με τα νερά της πηγής, οι Νύμφες τούς λούζουν τα μαλλιά, τα ξωτικά τούς μαγειρεύουν πλιγούρι. «Κάποτε η ζωή ήταν απλή», λένε, «τώρα πρέπει να την απλοποιήσουμε εμείς. Μετά από εμάς τίποτα το αξιόλογο δεν θα 'ρθει. Απ' αυτές τις πόλεις θα απομείνει μόνο εκείνο που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος...» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)