Περίληψη: | Είναι η μοναδική φορά που έχω λυπηθεί βάζοντας «τέλος» σε κάτι που έγραφα καιρό. Πέρασα τόσο ωραία με τον μπάρμπα-Τζωρτζ και την παρέα του, τις ιστορίες τους, τις αγάπες τους, την απελπισία τους, την ποιητικότητά τους, τους απίθανους έρωτές τους, την υπέροχη ανθρωπιά τους, τις πλάκες τους και τα μεθυσμένα φευγάτα ξενύχτια τους. Αλλά και οι αναγνώστες του μέχρι σήμερα (έχουν μεγαλώσει τρεις γενιές με το «Μια φορά ήταν ένας μόνος του») λυπούνται το ίδιο όταν το τελειώνουν. Χρόνια τώρα μου λένε και μου ξαναλένε να γράψω ένα βιβλίο με ήρωα τον μυθικό μπάρμπα-Τζωρτζ. Ποιος ξέρει, ίσως κάποια ξαφνική στιγμή... Γράφτηκαν πολλά και διάφορα όταν πρωτοβγήκε το 1980. Ήταν ένα «ξαφνικό» μυθιστόρημα στη μέχρι τότε ελληνική λογοτεχνία. Πρώτα πρώτα γιατί είχε για ήρωες ελεύθερους ανθρώπους (μποέμ τους λέμε), με φοβερό πνεύμα και ευαισθησίες πολλές με συνείδηση της απελπισίας και του χαμού των οραμάτων, που είχε ήδη αρχίσει να αχνοφαίνεται, αλλά και με μια δυνατή θέληση για ζωή, δημιουργία, έρωτα, φιλία, τρυφερότητα. Ίσως σε πρώτο επίπεδο να φαίνονται καταραμένοι, αλλά σιγά-σιγά ο αναγνώστης αισθάνεται πως μάλλον είναι ευλογημένοι. Ένας δεύτερος λόγος που ξάφνιασε τότε ήταν πως είχε για χώρο δράσης του τα μπαρ, τη νύχτα, τους ωραίους πότες, τους άναρχους έρωτες, «ένα στα όρθια» κι «ένα για το δρόμο» της ελευθερίας. Κι ο τρίτος λόγος ήταν η γλώσσα του. Απλή, καθημερινή, αισθαντική, ποιητική και συνάμα λούμπεν. Όπως φάνηκε όμως, η γνησιότητά του ξεπέρασε τα όποια εμπόδια και το έκανε ένα από τα πιο αγαπητά βιβλία της εικοσαετίας.
|