Περίληψη: | Γιατί ένα γέλιο που έκλαιγε; Γιατί το στριμώχνω ανάμεσα σε δυο ξερά από πάθος χείλη και το πιέζω να βγει. Σχεδόν ποτέ για μένα! Μα σχεδόν πάντα για να το δουν οι άλλοι και να αρπάξουν την ευχαρίστηση που θα έπρεπε να προορίζεται για μένα. Πιο πολύ για τους άλλους. Και πονώ που δεν το νιώθω κι ας καταλαβαίνω πως είναι τα δικά μου χείλη αυτά πάνω στα οποία σεργιανίζει. Μα το Θεό κείνη τη στιγμή νιώθω γελοίος με τον εαυτό που τον συλλαμβάνω να προσποιείται μια χαρά για τους άλλους μόνο. Πότε στα αλήθεια γέλασα για μένα, για τον Γιώργο μέσα μου, για τον αρρωστημένο συγγραφέα που έστω προσπαθώ να κρύψω μέσα μου; Για τελευταία φορά... πότε άραγε να ήτανε; Αληθινά, δυνατά, πικρά μα και όμορφα να το νιώθω να γαργαλά τα δυο μου χείλη και να το καταλαβαίνω πως αναδύεται και έρχεται από την ψυχή μου...δίχως από πίσω να κρύβω μια τεχνητή ικανοποίηση, μια ζοφερή προσποίηση, μια πνοή ολόδική μου που πνίγεται μέσα σε τόσες άλλες φτιαχτές αναπνοές. Σφίγγεται στα πρέπει και τα θέλω των άλλων δίχως να δίνει προτεραιότητα στη δική μου ανάσα, ενώ θαρρώ πως έτσι θα 'πρεπε.
|