Δείναρχος
Ο Δείναρχος (Κόρινθος, περ. 361 - περ. 291 π.Χ.) ήταν ο τελευταίος από τους δέκα Αττικούς ρήτορες, γιος του Σώστρατου (ή, κατά το λεξικό της ''Σούδας'', ο Σωκράτης).Μετοίκησε από νωρίς στην Αθήνα, και στην ηλικία περίπου των 25 ήταν ήδη ενεργός σαν λογογράφος. Ως ξένος δεν είχε το δικαίωμα να λαμβάνει μέρος στις δημόσιες συζητήσεις. Υπήρξε μαθητής τόσο του Θεόφραστου όσο και του Δημητρίου του Φαληρέως, και είχε από νωρίς αποκτήσει ιδιαίτερη ευφράδεια και προσαρμοστικότητα ύφους.
Στα 324, ο Άρειος Πάγος, κατόπιν συστηματικής έρευνας, άνεφερε ότι εννέα άνδρες είχαν δωροδοκηθεί από τον Άρπαλο, το συλλογικό ταμία του Αλεξάνδρου. Ανατέθηκαν δέκα δημόσιοι κατήγοροι. Ο Δείναρχος έγραψε, για έναν ή και περισσότερους από τους κατήγορους αυτούς, τους τρεις λόγους, που επιζούν και μέχρι σήμερα: ''Κατὰ Δημοσθένους'', ''Κατὰ Ἀριστογείτονος'', and ''Κατὰ Φιλοκλέους''.
Οι πολιτικές προτιμήσεις του Δεινάρχουν ήταν προς μία αθηναϊκή ολιγαρχία κάτω από Μακεδονικό έλεγχο· πρέπει ωστόσο να υπενθυμίζεται ότι δεν ήταν Αθηναίος πολίτης. Οι Αισχίνης και Δημάδης δεν είχαν ανάλογη δικαιολογία. Στην υπόθεση του Αρπάλου, ο Δημοσθένης ήταν χωρίς αμφιβολία αθώος, και το ίδιο ισχύει, προφανώς, και για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Ωστόσο, ο Υπερείδης, ο πιο ευερέθιστος από τους πατριώτες, ήταν με το μέρος του Δεινάρχου.
Υπό την εποπτεία του παλιού του δασκάλου, του Δημητρίου του Φαληρέως, ο Δείναρχος άσκησε έντονη πολιτική επιρροή. Τα χρόνια μεταξύ του 317 και του 307 ήταν τα πιο αποδοτικά στη ζωή του. Με την πτώση του Δημητρίου του Φαληρέως την αποκατάσταση της δημοκρατίας από το Δημητρίου του Πολιορκητή, ο Δείναρχος καταδικάστηκε σε θάνατο και αποσύρθηκε στην εξορία στη Χαλκίδα στην Εύβοια.
Γύρω στο 292, χάρη στο φίλο του Θεόφραστο, μπόρεσε να επιστρέψει στην Αθήνα, μοιράστηκε τον τόπο διαμονής στη χώρα μαζί με έναν πρώην συνέταιρο, τον Πρόξενο. Αργότερα έκανε αγωγή κατά του Προξένου με την κατηγορία της ληστείας. Ο Δείναρχος πέθανε στην Αθήνα γύρω στο 291 π.Χ.. Παρέχεται από τη Wikipedia
-
1